ἀρχιδαίμων

ἀρχιδαίμων
ἀρχι-δαίμων, ονος, ,
A arch-demon, PMag.Par.1.1349 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρχιδαίμων — ἀρχιδαίμων, ο (Μ) ο αρχηγός των δαιμόνων …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιδαίμων — arch demon masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδαίμονας — ἀρχιδαίμων arch demon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχιδαίμονος — ἀρχιδαίμων arch demon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

  • δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”